- ἀνωμαλῆ
- ἀνωμαλήςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀνωμαλήςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)ἀνωμαλήςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανώμαλη διάχυση — Οι ξαφνικές μεταβολές που παρατηρούνται στον δείκτη διάθλασης ενός υλικού, όταν το μήκος κύματος του φωτός παίρνει τιμές κοντά στις ταινίες απορρόφησης του υλικού. Σε κάθε ταινία απορρόφησης, από την πλευρά του μεγαλύτερου μήκους κύματος ο… … Dictionary of Greek
αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… … Dictionary of Greek
δερματογραφία — Ανώμαλη ευαισθησία του δέρματος στον ερεθισμό, κατά την οποία ακόμη και μια ελαφρά πίεση του δέρματος προκαλεί ανυψωμένα, ελαφρώς σκουρόχρωμα εξανθήματα με κνησμό. * * * η η επιστημονική περιγραφή τού δέρματος … Dictionary of Greek
δυσγενεσία — Ανώμαλη ανάπτυξη, που συνήθως παρουσιάζεται στη διάρκεια της εξέλιξης του εμβρύου. * * * η η προέλευση γόνων ή καρπών στείρων από διασταύρωση ορισμένων γενών … Dictionary of Greek
δυσπλασία — Ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων, τα χαρακτηριστικά των οποίων έχουν πολλά κοινά με τα καρκινικά (και γι’ αυτό θεωρούνται προκαρκινικά). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα καρκινικά, τα κύτταρα αυτά μπορεί να υποστρέψουν στο φυσιολογικό, όταν η βλάβη είναι… … Dictionary of Greek
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek
λόρδωση — Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως… … Dictionary of Greek
άκανθα φτέρνας — Ανώμαλη, συχνά επώδυνη, εξόστωση στην πίσω επιφάνεια της φτέρνας … Dictionary of Greek
ανθομανία — Ανώμαλη και υπερβολική αύξηση του αριθμού ή του μεγέθους των ανθών ή ταξιανθιών, που συγκαταλέγεται μεταξύ των περιπτώσεων τερατομορφισμού των φυτών. Η α. συνίσταται στην παραγωγή μεγάλου αριθμού ανθών, συνήθως πιο μικρών από τα κανονικά, κατά… … Dictionary of Greek
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek